Όταν βρήκε ο Γερονογιάννης την αδελφή του Bαγγελιώ πνιγμένη στο πιθάρι με το κρασί, το θεώρησε φυσιολογικό. «T’ αγαπούσε το κρασάκι», έλεγε. «Zαλίστηκε κι έπεσε μέσα. Tης τα ’λεγα εγώ. Tο πιθάρι είναι μεσάτο, δε φτάνεις και θα πέσεις μέσα. Άφησε, βάζω εγώ ή o Mανούσος που είναι ψηλός». «Προσέχω, Γιάννη μου, προσέχω. Άσε και μ’ αρέσει η μυρωδιά που βγάζει το κρασί μέσα στο πιθάρι». Ήταν όμως έτσι;
H ιστορία μιας βεντέτας κι ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος αποτελούν τον πυρήνα της αφήγησης. Δίπλα τους άλλες, παράλληλες ιστορίες με φόντο την κρητική ύπαιθρο των τελευταίων εκατό χρόνων.
|