Παραγραφή απαίτησης για επιστροφή ΦΠΑ, Διαδικασίες Επιστροφής και λοιπές διατάξεις
Α. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΠΑ
Σύμφωνα το άρθρο 57§5 του ν.2859/00 (ΦΕΚ 248 Α’) όπως ισχύει με το άρθρο 62§14 ν.3842/10 «η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης που αφορά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης αυτού ή μετά (3) τρία έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της έκτακτης δήλωσης στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση για υποβολή εκκαθαριστικής. Σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων εκπροθέσμως, η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία που οι δηλώσεις αυτές όφειλαν να είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως. Η αξίωση κατά του Δημοσίου προς επιστροφή φόρου αναβιώνει από της κοινοποιήσεως πράξεως προσδιορισμού του φόρου, για ίσο χρόνο, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα προς επιστροφή πριν το χρόνο παραγραφής της αξίωσης και συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής, χωρίς να ικανοποιηθεί ή να απορριφθεί αιτιολογημένα το αίτημα από υπαιτιότητα του Δημοσίου. Ως προς τα λοιπά θέματα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού όπως εκάστοτε ισχύουν. Η μη ικανοποίηση του αιτήματος επιστροφής ή η μη αιτιολογημένη απόρριψη αυτού εγγράφως πριν τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα».
Το Δημόσιο Λογιστικό (ν. 2362/1995 ΦΕΚ-247 Α') στα σχετικά άρθρα περί παραγραφής που εφαρμόζονται για τα λοιπά θέματα ΦΠΑ ορίζει στο άρθρο 91 ('Έναρξη παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου) ότι: «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Προκειμένου όμως περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από της βεβαίωσης αυτών». Στο άρθρο 92 (Αναστολή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου) ότι: «Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Η παραγραφή απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδισθεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής». Στο άρθρο 93 (Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου) ότι: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο : α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει ή έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ) Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε) Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ) Με την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού». Στο άρθρο 94 (Συνέπειες παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου) ότι: «Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δημοσίου δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο μετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατ' αυτού, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση απ' αυτό της παραγεγραμμένης απαιτήσεως είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια».
Ο ν.2859/00 ορίζει στο άρθρο 38§1β τις προθεσμίες υποβολής Εκκαθαριστής Δήλωσης μέχρι την 25η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εφόσον κατά τη λήξη της περιόδου αυτής δεν τηρούσαν βιβλία ή τηρούσαν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή μέχρι τη 10η ημέρα του πέμπτου μήνα που ακολουθεί τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εφόσον κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Επίσης, στην παράγραφο 11 του ίδιου άρθρο ορίζεται ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται μεγαλύτερη φορολογική περίοδος και διαφορετική προθεσμία υποβολής της περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης σε ολόκληρη τη χώρα ή μέρος αυτής.
Παράδειγμα υπολογισμού ποσού ΦΠΑ που παραγράφεται:
Δεδομένα:
Επιχείρηση α) είχε την 31-12-2009 πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ 50.000 ευρώ και β) υπέβαλε εμπρόθεσμα εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ για το έτος 2009 την 03/05/10.
* Το έτος 2010 έχει ΦΠΑ εκροών (από πωλήσεις) 15.000 ευρώ
* Το έτος 2011 έχει ΦΠΑ εκροών (από πωλήσεις) 15.000 ευρώ
* Το έτος 2012 έχει ΦΠΑ εκροών (από πωλήσεις) 15.000 ευρώ
Σύνολο ΦΠΑ εκροών 3ετίας: 45.000 ευρώ.
Απάντηση:
Το ποσό ΦΠΑ που επίκειται η παραγραφή του είναι: 50.000–45.000=5.000 €.
Επομένως, η επιχείρηση προκειμένου να μην παραγραφεί η απαίτησής της κατά του Δημοσίου πρέπει:
α) να υποβάλλει αίτημα επιστροφής ΦΠΑ,
β) έως την 02/05/13 και
γ) για ποσό τουλάχιστον 5.000 ευρώ (50.000–45.000).
*** Κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη της τριετούς παραγραφής της σχετικής απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αποτελεί η ημερομηνία πραγματικής υποβολής της δηλώσεως και όχι η υπό του νόμου οριζόμενη ως καταληκτική (βλπ 62/07 γν.ΝΣΚ).
Β. ΦΠΑ ΠΟΥ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ
Σύμφωνα το άρθρο 34 του ν.2859/00 (ΦΕΚ 248 Α’) όπως ισχύει ορίζεται ότι με την επιφύλαξη των σχετικών με την παραγραφή διατάξεων ο ΦΠΑ επιστρέφεται εφόσον:
α) καταβλήθηκε στο Δημόσιο εξαρχής αχρεώστητα ή
β) το αχρεώστητο προκύπτει από επιγενόμενο λόγο στις κάτωθι περιπτώσεις:
i) είναι αδύνατο να μεταφερθεί για έκπτωση σε επόμενη διαχειριστική περίοδο ή σε περίπτωση μεταφοράς του για έκπτωση, η έκπτωση αυτή δεν κατέστη δυνατή ή
ii) αφορά πράξεις, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 30 (εξαγωγές κτλ), καθώς και πράξεις για τις οποίες με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών προβλέπεται αναστολή καταβολής του φόρου ή οφείλεται σε διαφορά συντελεστών εκροών- εισροών ή
iii) αφορά αγαθά επένδυσης, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 33 (ενσώματα αγαθά, που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σε αυτή, αλλά έχει, βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, τη χρήση του ακινήτου αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα χρόνων).
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι, προκειμένου για αγαθά επένδυσης ορισμένων βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, αντί έκπτωσης ή επιστροφής του φόρου παρέχεται δικαίωμα αναστολής της πληρωμής του ή ρυθμίζεται με άλλο τρόπο.
Με τις ίδιες αποφάσεις ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.
2. Επίσης επιστρέφεται στον υποκείµενο στον φόρο, ο οποίος είναι εγκατεστηµένος σε άλλο κράτος - µέλος της Ε.Ε., ο φόρος που επιβάρυνε τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που πραγµατοποιήθηκαν προς αυτόν από άλλους υποκείµενους στον φόρο στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και τις εισαγωγές αγαθών που πραγµατοποίησε στο εσωτερικό της χώρας, εφόσον ο υποκείµενος αυτός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Κατά την περίοδο επιστροφής, η οποία ορίζεται στην παράγραφο 5, δεν διατηρούσε στην Ελλάδα την έδρα της οικονοµικής του δραστηριότητας ή µόνιµη εγκατάσταση από την οποία πραγµατοποιούσε οικονοµικές δραστηριότητες ή σε περίπτωση µη ύπαρξης τέτοιας έδρας ή µόνιµης εγκατάστασης την κατοικία ή τον τόπο της συνήθους διαµονής του.
β) Κατά την περίοδο επιστροφής δεν πραγµατοποίησε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών για τις οποίες ο τόπος φορολογίας βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, µε εξαίρεση τις ακόλουθες πράξεις:
αα) παροχή υπηρεσιών µεταφοράς και συναφείς προς αυτές υπηρεσίες που ενεργούνται στο εσωτερικό της χώρας και οι οποίες απαλλάσσονται σύµφωνα µε τα άρθρα 22 παρ. 1 περίπτωση λ΄, 24, 25 και 27,
ββ) παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών σε πρόσωπο που έχει οριστεί ως υπόχρεο για την καταβολή του φόρου σύµφωνα µε τις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄, στ΄ και η ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 35
γ) Τα αγαθά που παραδόθηκαν ή οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε αυτόν χρησιµοποιήθηκαν για φορολογητέες πράξεις που υπάγονται στον φόρο στο κράτος - µέλος όπου είναι εγκατεστηµένος και για τις οποίες θα είχε δικαίωµα έκπτωσης του φόρου, αν αυτές ενεργούνταν στην Ελλάδα ή χρησιµοποιήθηκαν για πράξεις που απαλλάσσονται του φόρου σύµφωνα µε τα άρθρα 22 παρ. 1 περίπτωση λ΄, 24, 25, 27, 28 και 47.
3.Η επιστροφή του φόρου πραγµατοποιείται σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 30 και κατά το µέρος που ο υποκείµενος στον φόρο ενεργεί πράξεις µε δικαίωµα έκπτωσης του φόρου των εισροών του στο κράτος -µέλος εγκατάστασής του.
Γ. ΦΠΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ
Σύμφωνα το άρθρο 34 του ν.2859/00 (ΦΕΚ 248 Α’) δεν παρέχεται δικαίωνα επιστροφής ΦΠΑ:
α) Στην περίπτωση που ο αιτών στο κράτος - µέλος στο οποίο είναι εγκατεστηµένος:
αα) δεν είναι υποκείµενος στον φόρο προστιθέµενης αξίας,
ββ) πραγµατοποιεί αποκλειστικά και µόνο παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που απαλλάσσονται από τον φόρο χωρίς δικαίωµα έκπτωσης του φόρου των εισροών του,
γγ) υπάγεται στο καθεστώς απαλλαγής για µικρές επιχειρήσεις,
δδ) υπάγεται στο ειδικό καθεστώς αγροτών.
β) Για ποσά φόρου µε τα οποία επιβαρύνονται οι παραδόσεις αγαθών που πραγµατοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίες υπάγονται ή πρέπει να υπάγονται στην απαλλαγή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 24 και των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 28.
γ) Για ποσά φόρου τα οποία έχoυν τιµολογηθεί εσφαλµένα.
Δ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΠΑ
Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1090/12 (ΦΕΚ 1146 Β’) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν.2859/00 καθορίστηκε η διαδικασία επιστροφής ΦΠΑ από 10-04-12. Ειδικότερα:
Η διαδικασία αίτησης επιστροφής και αξιολόγησή της από τη φορολογική αρχή είναι: «Tο πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει με την υποβολή περιοδικών ή εκκαθαριστικών δηλώσεων ΦΠΑ, εφόσον ο υποκείμενος στο φόρο δεν επιθυμεί τη μεταφορά του για συμψηφισμό στην επόμενη φορολογική ή διαχειριστική περίοδο, επιστρέφεται από το δημόσιο, ως εξής:
1. Ο υποκείμενος στο φόρο υποβάλλει αίτηση επιστροφής ηλεκτρονικά μέσω του ειδικού συστήματος TAXISnet.
2. Η υλοποίηση της επιστροφής ενεργείται αυστηρά κατά προτεραιότητα με κριτήριο το χρόνο υποβολής της αίτησης επιστροφής.
3. H Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), μέχρι τη 15η ημέρα του μήνα που ακολουθεί το μήνα εντός του οποίου υποβάλλεται η αίτηση επιστροφής, πραγματοποιεί ηλεκτρονική επεξεργασία διαθέσιμων στοιχείων, σχετικά με τη συμμόρφωση των υποκείμενων στο φόρο και τη συμφωνία των αιτούμενων προς επιστροφή ποσών με τα δεδομένα των υποβαλλόμενων δηλώσεων, χρησιμοποιώντας μέθοδο ανάλυσης κινδύνου και αποστέλλει στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ηλεκτρονικό αρχείο με αιτήσεις για τις οποίες η επιστροφή πρέπει να πραγματοποιηθεί κατόπιν διενέργειας προσωρινού ελέγχου. Στο αρχείο αυτό περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση και οι αιτήσεις για τις οποίες το προς επιστροφή ποσό είναι ίσο ή ανώτερο των 100.000 ευρώ.
4. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται:
α) Να πραγματοποιήσουν την επιστροφή για όσες αιτήσεις επιστροφής δεν απαιτείται προσωρινός έλεγχος εντός δέκα πέντε (15) ημερών από την παραλαβή του αρχείου, σύμφωνα με το άρθρο 2 της παρούσας και στη συνέχεια ενημερώνουν τη ΓΓΠΣ, απολογιστικά.
β) Να διενεργήσουν προσωρινό έλεγχο για τις αιτήσεις επιστροφής που απαιτείται το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αρχείου.
γ) Στην περίπτωση που από τον ανωτέρω προσωρινό έλεγχο κριθεί απαραίτητο, διενεργείται τακτικός έλεγχος, ο οποίος ολοκληρώνεται εντός πέντε (5) μηνών από την υποβολή της αίτησης επιστροφής, εκτός από την περίπτωση που η αίτηση επιστροφής αφορά φορολογική περίοδο για την οποία δεν έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, οπότε ο έλεγχος ολοκληρώνεται εντός πέντε (5) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Το σχετικό ΑΦΕΚ εκδίδεται το αργότερο εντός μηνός από την ολοκλήρωση των ανωτέρω ελέγχων (προσωρινού ή τακτικού).
δ) Οι Δ.Ο.Υ. αποστέλλουν στη Γ.Δ.Φ.Ε. & Ε μέσω της ΓΓΠΣ κατάλογο των περιπτώσεων για τις οποίες κρίθηκε απαραίτητος ο τακτικός έλεγχος με αιτιολόγηση της απόφασης αυτής.
5. Ανάλογη με τα ανωτέρω διαδικασία ακολουθείται για αιτήσεις επιστροφής που εκκρεμούν ή που θα υποβληθούν μέχρι την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας.
6. Σε κάθε περίπτωση, μετά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, από τους δικαιούχους που έτυχαν επιστροφής χωρίς έλεγχο, επιλέγεται δείγμα, για τη διενέργεια ελέγχου».
Η διαδικασία καταβολής του επιστρεφόμενου ποσού είναι:
«1. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μετά την παραλαβή ή έκδοση του Ατομικού Φύλλου Έκπτωσης προβαίνουν εντός 15 ημερών, στις ενέργειες που προβλέπονται στο Π.Δ. 16/1989.
Το επιστρεφόμενο ποσό που προκύπτει από την εκκαθάριση, συμψηφίζεται οίκοθεν με χρέη του δικαιούχου προς το δημόσιο, διαφορετικά αποστέλλεται σχετική ειδοποίηση σ’ αυτόν.
Η εκταμίευση των προς επιστροφή ποσών, εν γένει, πραγματοποιείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία καταχώρισής τους στο βιβλίο «Επιστροφών και διαγραφών», τηρώντας τις διατάξεις της ΠΟΛ 1140/28.12.2006 και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
2. Προκειμένου για ποσά προς επιστροφή άνω των 300.000 ευρώ, για τα οποία απαιτείται έγκριση για δημοσιονομικούς λόγους, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 3220/2004, η εκταμίευση πραγματοποιείται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία καταχώρισής τους στο βιβλίο «Επιστροφών και διαγραφών», τηρώντας τις διατάξεις της ΠΟΛ 1140/28.12.2006 και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
3. Με την άπρακτη παρέλευση του παραπάνω οριζόμενου μέγιστου χρόνου εκταμίευσης, ο τίτλος επιστροφής (ΑΦΕΚ) χαρακτηρίζεται ληξιπρόθεσμος. Τυχόν ανείσπρακτες επιστροφές με υπαιτιότητα του δικαιούχου δεν χαρακτηρίζονται ληξιπρόθεσμες, ούτε οι επιστροφές που έχουν τεθεί σε αναστολή με βάση το άρθρο 35 του ν. 2214/94».
Ε. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΓΟΡΑΣ ΧΩΡΙΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΠΑ
Σύμφωνα με την υπ’ αρ. Π.2869/2389/ΠΟΛ.137 (ΦΕΚ-236 Β) η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 11§4 ν.1859/89 (ΦΕΚ 90 Α’) και έχει ισχύ νόμου σε συνδ. με άρθρο 3 ν.2093/92, η διαδικασία καταβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας των επενδυτικών αγαθών ορίζεται «1. Ο φόρος προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στην εισαγωγή ή την αγορά στο εσωτερικό καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εν γένει εξοπλισμοί που πραγματοποιείται από βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, λατομικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, καθώς και από αγροτικές επιχειρήσεις που έχουν ενταχθεί (υποχρεωτικά ή προαιρετικά) στο κανονικό καθεστώς του Φ.Π.Α., καταβάλλεται από τον ίδιο τον επενδυτή (εισαγωγέα - αγοραστή) με την πρώτη προσωρινή δήλωση, που υποβάλλεται μετά την εισαγωγή ή αγορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 1642/1986 και με τη διαδικασία που προβλέπεται πιο κάτω. Υπό την έννοια του παραπάνω εξοπλισμού περιλαμβάνονται κυρίως τα μηχανήματα, εξαρτήματα και λοιπά όργανα, καθώς και τα ανταλλακτικά αυτών εφόσον εισάγονται ή αγοράζονται μαζί με τα μηχανήματα ή λοιπά όργανα. Επίσης, στην έννοια του παραπάνω εξοπλισμού περιλαμβάνονται και τα θερμοκήπια, θερμαινόμενα ή μη καθώς και τα μηχανήματα, εξάρτημα μεταλλικές και ξύλινες κατασκευές και λοιπά όργανα που συγκροτούν θερμαινόμενα ή μη θερμοκήπια.
α) Ο επενδυτής που πρόκειται να εισάγει ή αγοράσει στο εσωτερικό επενδυτικά αγαθά (>3.000 €), υποβάλλει στον αρμόδιο για την επιβολή του Φ.Π.Α. οικονομικό έφορο, αίτηση με την οποία ζητάει έγκριση και εισαγωγή ή αγορά χωρίς την καταβολή το αναλογούντος φόρου προστιθεμένης αξίας. Στην αίτηση αυτή ο επενδυτής επισυνάπτει τα πιο κάτω δικαιολογητικά. Αναλυτικό πίνακα εις διπλούν κατά τελωνεία ή προμηθεύτρια επιχείρηση, στον οποίο αναγράφει τα αγαθά τα οποία πρόκειται να εισάγει θα αγοράσει στο εσωτερικό, την ποσότητα και την αξία αυτών, το αρμόδιο τελωνείο εισαγωγής ή το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία και της διεύθυνση της προμηθεύτριας επιχείρησης όταν πρόκειται για αγορά στο εσωτερικό, καθώς και τον Α.Φ.Μ. και την αρμοδία οικονομική εφορία της επιχείρησης αυτής,
β) υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 στην οποία δηλώνεται υπεύθυνα ότι ο αιτών είναι επενδυτής που σκοπεύει να ιδρύσει, επεκτείνει ή να εκσυγχρονίσει βιομηχανική , βιοτεχνική, μεταλλευτική, λατομική, ξενοδοχειακή ή αγροτική επιχείρηση, ο τόπος εγκατάστασης της επιχείρησης, ότι δεν πρόκειται για απαλλασσόμενη από το Φ.Π.Α. επιχείρηση και ότι τα αγαθά που περιγράφονται στον ανωτέρω πίνακα είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση της επένδυσης,
γ) προκειμένου για θερμοκήπια ή υλικά που ενσωματώνονται στα θερμοκήπια, υποβάλλει επιπλέον βεβαίωση της Δ/νσης Δενδορκηπευτικης του Υπουργείου Γεωργίας ή των κατά περίπτωση εξουσιοδοτημένων περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία βεβαιώνεται ότι υπάρχει άδεια σκοπιμότητας εγκατάστασης θερμοκηπίου στο όνομα του αιτούντος και ότι τα αγαθά που αναφέρονται στον ανωτέρω πίνακα, προορίζονται να συγκροτήσουν θερμοκήπιο και
δ) Βεβαίωση της αρμοδίας κατά περίπτωση αρχής για τυχόν υποβολή αίτησης ή τυχόν υπαγωγή σε αναπτυξιακό νόμο ή άλλο καθεστώς εθνικής ή κοινοτικής ενίσχυσης της επένδυσης.
3. Ο Οικονομικός Έφορος, αφού διαπιστώσει ότι πρόκειται για επιχείρηση της παραγράφου 1, η οποία έχει εγγραφεί στο μητρώο των υποκειμένων στο Φ.Π.Α., χορηγεί βεβαίωση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων παράδοσης στον αιτούντα χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας των αγαθών, που αναγράφονται στον ανωτέρω πίνακα, επισυνάπτοντας σ΄ αυτήν θεωρημένο αντίτυπο του πίνακα αυτού. Η βεβαίωση αυτή προσαρτάται στο σχετικό τελωνειακό παραστατικό ή κατά περίπτωση στο στέλεχος του τιμολογίου του προμηθευτή.
4. Το αρμόδιο τελωνείο, στο οικείο παραστατικό θα χρεώσει τον αναλογούντα Φ.Π.Α., τον οποίο όμως δεν θα εισπράξει, αναγράφοντας σ΄ αυτό την ένδειξη <Ο ΑΝΑΛΟΓΩΝ ΦΠΑ ΘΑ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Ν. 2869/2389/4.5.1987>.
Αντίγραφο του παραστατικού αυτού αποστέλλει στην οικονομική εφορία, η οποία έχει εκδοσει την ανωτέρω βεβαίωση.
Αντίστοιχα, η προμηθεύτρια επιχείρηση θα εκδώσει τιμολόγιο ή τιμολόγιο πώλησης - δελτίο αποστολής, στο οποίο θα χρεώσει τον αναλογούντα ΦΠΑ, τον οποίο δε θα εισπράξει, αναγράφοντας σ’ αυτό την ένδειξη <ΔΕΝ ΕΙΣΠΡΑΤΤΕΤΑΙ ΦΠΑ - ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Π. 2869/2389/4.5.1987>.
5. Ο αγοραστής - επενδυτής υποχρεούται να προσκομίσει στον οικονομικό έφορο, που έχει εκδώσει την ανωτέρω βεβαίωση, αντίγραφο του τιμολογίου που εξέδωσε η προμηθεύτρια επιχείρηση εντός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης του.
6. Η αξία των αποκτηθέντων με τη διαδικασία αυτή επενδυτικών αγαθών προσαυξάνει την αξία τόσο των φορολογητέων εκροών όσο και των εισροών της φορολογικής περιόδου κατά την οποία αποκτήθηκα. Ο ανάλογων φόρος προστιθέμενης αξίας προσαυξάνει τόσο το φόρο εκροών όσο και το φόρο εισροών της ίδιας φορολογικής περιόδου.
ΑΝ η επιχείρηση δεν έχει πλήρες δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, το προς έκπτωση ποσό του φόρου, προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.1642/1986.
7. Ο αρμόδιος οικονομικός έφορος παρακολουθεί την εκτέλεση των εργασιακών και διενεργεί έλεγχο για να διαπιστώσει, αν τα επενδυτικά αγαθά που αποκτήθηκαν χωρίς Φ.Π.Α. έχουν εγκατασταθεί στον τόπο που δηλώθηκε, ότι δεν πωλήθηκαν, και ότι έχουν σωστά καταχωρηθεί και περιληφθεί στην προσωρινή δήλωση της συγκεκριμένης φορολογικής περιόδου.
8. Ο επενδυτής (εισαγωγέας-αγοραστής) υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον αρμόδιο οικονομικό έφορο το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης των επενδυτικών αυτών αγαθών, το βραδύτερον εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη.
9. Σε περίπτωση πώλησης των επενδυτικών αγαθών που αποκτήθηκαν, χωρίς ΦΠΑ πριν από τη χρησιμοποίηση τους, ο επενδυτής (εισαγωγέας - αγοραστής) υποχρεούται να καταβάλει στο δημόσιο το φόρο προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στην πώληση αυτή, καθώς και πρόστιμο ίσο με το πενήντα στα εκατό (50%) του φόρου που αναλογούσες στην εισαγωγή ή την αγορά στο εσωτερικό των επενδυτικών αγαθών.
ΣΤ. ΦΠΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
Ο ν.2238/94 ορίζει στο άρθρο 31 τα έξοδα που εκπίπτουν από το ακαθάριστο εισόδημα των επιχειρήσεων. Η περιοριστική απαρίθμηση των δαπανών που εκπίπτουν στην φορολογία εισοδήματος δεν επιτρέπει την αναγνώριση φόρων που η απαίτησή τους για επιστροφή έχουν παραγραφή να αναγνωριστούν ως παραγωγικές δαπάνες. Έτσι, το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ για το οποίο συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής για επιστροφή του από το Ελληνικό Δημόσιο και παραγράφηκε δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έξοδα των επιχειρήσεων. (εγγ. 1036359/10354/10.6.94).
Νίκος Κλωθάκης
Οικονομολόγος